εντοπισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντοπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εντοπίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εντοπισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εντοπίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντοπισμένος
|