εντούρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντούρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντούρο θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο

  • είδος μοτοσυκλέτας, ειδικής κατασκευής ώστε να μπορεί να κινείται σε ανώμαλο δρόμο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]