εντρέπομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντρέπομαι < μεσαιωνική ελληνική ἐντρέπομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

εντρέπομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]