εντροπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντροπή οι εντροπές
      γενική της εντροπής των εντροπών
    αιτιατική την εντροπή τις εντροπές
     κλητική εντροπή εντροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντροπή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐντροπή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /en.dɾoˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντρο‐πή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντροπή θηλυκό