εντυπωσιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντυπωσιάζω < εντύπωση + -άζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /en.di.po.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντυ‐πω‐σι‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εντυπωσιάζω, παθ. φωνή: εντυπωσιάζομαι, παθ.μτχ.: εντυπωσιασμένος

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]