εντόπιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐντόπιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντόπιος η εντόπια το εντόπιο
      γενική του εντόπιου της εντόπιας του εντόπιου
    αιτιατική τον εντόπιο την εντόπια το εντόπιο
     κλητική εντόπιε εντόπια εντόπιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντόπιοι οι εντόπιες τα εντόπια
      γενική των εντόπιων των εντόπιων των εντόπιων
    αιτιατική τους εντόπιους τις εντόπιες τα εντόπια
     κλητική εντόπιοι εντόπιες εντόπια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντόπιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντόπιος (εγχώριος, τοπικός). Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + τόπ(ος) + -ιος.[1][2] Συγκρίνετε με το κληρονομημένο ντόπιος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /enˈdo.pi.os/ συγκρίνετε με το ντόπιος
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντό‐πι‐ος
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐τό‐πι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

εντόπιος, -α, -ο

  • (λόγιο) που κατάγεται ή προέρχεται από την ίδια πόλη, περιοχή ή και το ίδιο μέρος
    ※  Πώς διακρίνεται κάτι εντόπιο και ιθαγενές από κάτι αλλότριο και οθνείο;
    Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2021 Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη: το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα [1]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ντόπιος, εν και τόπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. εντόπιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εντόπιοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)