εντόσθια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εντόσθια | ||
γενική | των | εντόσθιων & εντοσθίων | ||
αιτιατική | τα | εντόσθια | ||
κλητική | εντόσθια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Δείτε και το εντόσθιο. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντόσθια < αρχαία ελληνική ἐντόσθια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντόσθια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ανατομία) τα εσωτερικά όργανα, κυρίως της κοιλιάς και του θώρακα
- μερικοί άνθρωποι αποφεύγουν την κατανάλωση εντοσθίων ενώ για άλλους είναι ένας εξαιρετικός μεζές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σπάνια στον ενικό: εντόσθιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντόσθια
|