εντόσθιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εντόσθιο | τα | εντόσθια |
γενική | του | εντόσθιου & εντοσθίου |
των | εντόσθιων & εντοσθίων |
αιτιατική | το | εντόσθιο | τα | εντόσθια |
κλητική | εντόσθιο | εντόσθια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντόσθιο < εντόσθια < αρχαία ελληνική ἐντόσθια, ουδέτερο του ἐντόσθιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντόσθιο ουδέτερο