ενυδατώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενυδατώνομαι, π.αόρ.: ενυδατώθηκα, μτχ.π.π.: ενυδατωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ενυδατώνω
ενυδατώνομαι, π.αόρ.: ενυδατώθηκα, μτχ.π.π.: ενυδατωμένος