ενυδρείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υδρείο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενυδρείο τα ενυδρεία
      γενική του ενυδρείου των ενυδρείων
    αιτιατική το ενυδρείο τα ενυδρεία
     κλητική ενυδρείο ενυδρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. οικιακό ενυδρείο
2. ενυδρείο στο Μονακό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενυδρείο < ένυδρ(ος) + -είο < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική aquarium
Η λέξη μαρτυρείται από το 1897

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.niˈðɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενυδρείο ουδέτερο

  1. δοχείο ή δεξαμενή με γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται ψάρια και υδρόβιοι οργανισμοί
  2. κτήριο ή ίδρυμα στο οποίο διατηρούνται ψάρια και υδρόβιοι οργανισμοί ώς εκθέματα ή για επιστημονική έρευνα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]