ενυπόθηκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενυπόθηκος < μεσαιωνική ελληνική ἐνυπόθηκος < αρχαία ελληνική ὑποθήκη < ὑποτίθημι < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hypothéqué)
Επίθετο[επεξεργασία]
ενυπόθηκος, -η, -ο
- που έχει εξασφαλιστεί ή επιβαρυνθεί με υποθήκη
- ≠ αντώνυμα: ανυπόθηκος
- Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης. (*)
- (σπάνιο) υποθηκευμένος
- Αυτός λοιπόν, ο μέσος μισθωτός σκλάβος (τελικά εγώ ή εσείς) πιθανότατα θα κάνει αδιαμαρτύρητα τις πληρωτέες και απλήρωτες υπερωρίες του, γιατί πράγματι έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τις αλυσίδες του: έχει να χάσει το ενυπόθηκο ακίνητό του, το ανεξόφλητο αυτοκίνητό του, τις πιστωτικές κάρτες του, το επίπεδο ζωής του, τη στοιχειώδη οργάνωση της καθημερινότητάς του. (*)
- ≠ αντώνυμα: ανυποθήκευτος