Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενυπόστατος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐνυπόστατος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενυπόστατος η ενυπόστατη το ενυπόστατο
      γενική του ενυπόστατου της ενυπόστατης του ενυπόστατου
    αιτιατική τον ενυπόστατο την ενυπόστατη το ενυπόστατο
     κλητική ενυπόστατε ενυπόστατη ενυπόστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενυπόστατοι οι ενυπόστατες τα ενυπόστατα
      γενική των ενυπόστατων των ενυπόστατων των ενυπόστατων
    αιτιατική τους ενυπόστατους τις ενυπόστατες τα ενυπόστατα
     κλητική ενυπόστατοι ενυπόστατες ενυπόστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενυπόστατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνυπόστατος[1][2]. Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + υπό- + στα- + -τος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.niˈpo.sta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενυπόστατος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ενυπόστατος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ενυπόστατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ενυπόστατος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)