ενωμοτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενωμοτία < αρχαία ελληνική ἐνωμοτία < ἐνώμοτος + -ία < ὄμνυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενωμοτία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) μικρή στρατιωτική ομάδα, η μικρότερη υποδιαίρεση
- (παρωχημένο) προσκοπική ομάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενωμοτία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)