ενόρκως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενόρκως < ένορκ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ενόρκως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]