εν αναδύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν αναδύσει < (καθαρεύουσα) ἐν ἀναδύσει (δοτική ενικού του ἀνάδυσις) → δείτε τις λέξεις εν και ανάδυση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν αναδύσει
- (ναυτικός όρος) κατά την ανάδυση
- (ναυτικός όρος) ο πλους των υποβρυχίων στην επιφάνεια της θάλασσας
- ↪ ο όρος «αβλαβής διέλευση», υποχρεώνει τα υποβρύχια να πλέουν εν αναδύσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν αναδύσει
|