εν αποσυνθέσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν αποσυνθέσει < (καθαρεύουσα) ἐν ἀποσυνθέσει (δοτική του ἀποσύνθεσις) → δείτε τις λέξεις εν και αποσύνθεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν αποσυνθέσει
- (λόγιο) σε αποσύνθεση
- ↪ βρέθηκε πτώμα αγνώστου εν αποσυνθέσει.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν αποσυνθέσει
|