εν απουσία
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
εν απουσία
- σε απουσία, κατά τη διάρκεια της απουσίας
- το γεγονός συνέβη εν απουσία μου.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν απουσία