εν εγρηγόρσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν εγρηγόρσει < ἐν + καθαρεύουσα ἐγρηγόρσει < αρχαία ελληνική ἐγρήγορσις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en‿e.ɣɾiˈɣoɾ.si/
Έκφραση[επεξεργασία]
εν εγρηγόρσει
- (λόγιο) σε κατάσταση επαγρύπνησης, επιφυλακής