Μετάβαση στο περιεχόμενο

εν εκτάσει

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εν εκτάσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἐκτάσει (δοτική ενικού του ἔκτασις)  δείτε τις λέξεις εν και έκταση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

[επεξεργασία]

εν εκτάσει

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]