εν ζωή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν ζωή < (καθαρεύουσα ) ἐν, ζωῇ (δοτική ενικού του ζωή) → δείτε τις λέξεις εν και ζωή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν ζωή
- (λόγιο) ζωντανός, στη ζωή
- ↪ τα βραβεία Νόμπελ απονέμονται πάντοτε σε λογοτέχνες ή επιστήμονες που βρίσκονται εν ζωή
- ↪ ήταν κατά πολλούς, ο καλύτερος εν ζωή έλληνας ποιητής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν ζωή
|