εν καταδύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν καταδύσει < (καθαρεύουσα) ἐν καταδύσει (δοτική του κατάδυσις) → δείτε τις λέξεις εν και κατάδυση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν καταδύσει (λόγιο)
- (ναυτικός όρος) κατά την κατάδυση
- (ναυτικός όρος) ο πλους των υποβρυχίων κάτων από την επιφάνεια της θάλασσας
- ↪ η ύπαρξη των πάγων παρά τους Πόλους, υποχρεώνει τα υποβρύχια να πλέουν εν καταδύσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν καταδύσει
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)