εν κινήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν κινήσει < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν, κινήσει (δοτική ενικού του κίνησις) → δείτε τις λέξεις εν και κίνηση
Έκφραση[επεξεργασία]
εν κινήσει
- την ώρα που κάποιος κινείται
- ↪ Πέταξε το σκουπίδι απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου εν κινήσει.