εν πολέμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐν πολέμῳ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν πολέμω < (καθαρεύουσα ) ἐν πολέμῳ < αρχαία ελληνική ἐν πολέμῳ (δοτική ενικού του πόλεμος) → δείτε τις λέξεις εν, καιρός, εν καιρώ και πόλεμος

Έκφραση[επεξεργασία]

εν πολέμω

  • (λόγιο) σε περίοδο πολέμου
    ήξεις αφήξεις ουκ εν πολέμω θνήξεις → δείτε τη λέξη ἐν πολέμῳ
    πόλεμος εν πολέμω (τίτλος έκθεσης του ΠΝ), μεταφορές εν πολέμω, κ.ά.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]