εν συνεχεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν συνεχεία < (καθαρεύουσα ) ἐν συνεχείᾳ (δοτική ενικού του συνέχεια) → δείτε τις λέξεις εν και συνέχεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν συνεχεία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]