εν συνεχεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν συνεχεία < (καθαρεύουσα) ἐν συνεχείᾳ (δοτική ενικού του συνέχεια) → δείτε τις λέξεις εν και συνέχεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν συνεχεία
- (λόγιο) σε συνέχεια, αμέσως μετά, έπειτα, κατόπιν, ακολούθως
- ↪ Εν συνεχεία της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας σας αποστέλλω τα νέα στοιχεία.