εν συνόλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν συνόλω < (καθαρεύουσα ) ἐν συνόλῳ (δοτική ενικού του σύνολον) → δείτε τις λέξεις εν και σύνολο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν συνόλω

  • (λόγιο) σε σύνολο, συνολικά
    τα έξοδα εν συνόλω ξεπέρασαν κατά πολύ τον προϋπολογισμό του έργου
    για την κάλυψη των εκτάκτων μέτρων μετακινήθηκαν εν συνόλω περισσότεροι από 5.000 αστυνομικοί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]