εν τούτοις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν τούτοις < (λόγιο) μεσαιωνική ελληνική ἐν τούτοις < ἐν τούτοις (δοτική πληθυντικού του ουδέτερου τοῦτο) → και δείτε τη λέξη εντούτοις
Έκφραση[επεξεργασία]
εν τούτοις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν τούτοις
|