εν όψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐν ὄψει

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εν όψει < (καθαρεύουσα ) ἐν ὄψει (δοτική ενικού του ὄψις) → δείτε τις λέξεις εν και όψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

[επεξεργασία]

εν όψει

  1. (λόγιο) σε ορατότητα, σε θέα, υπό αντίληψη, αντιληπτός
    (στρατιωτικός όρος) εχθρός εν όψει
    (ναυτικός όρος) τορπίλη εν όψει
  2. (λόγιο) σε επικείμενο γεγονός
    ⮡  εν όψει των εκλογών απαγορεύονται οι δημοσκοπήσεις
    ⮡  εν όψει των εορτών των Χριστουγέννων τροποποιούνται τα δρομολόγια των μέσων συγκοινωνίας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]