εν όψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν όψει < (καθαρεύουσα ) ἐν ὄψει (δοτική ενικού του ὄψις) → δείτε τις λέξεις εν και όψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν όψει
- (λόγιο) σε ορατότητα, σε θέα, υπό αντίληψη, αντιληπτός
- (στρατιωτικός όρος) εχθρός εν όψει
- (ναυτικός όρος) τορπίλη εν όψει
- (λόγιο) σε επικείμενο γεγονός
- ⮡ εν όψει των εκλογών απαγορεύονται οι δημοσκοπήσεις
- ⮡ εν όψει των εορτών των Χριστουγέννων τροποποιούνται τα δρομολόγια των μέσων συγκοινωνίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)