εξάμμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάμμωση | οι | εξαμμώσεις |
γενική | της | εξάμμωσης | των | εξαμμώσεων |
αιτιατική | την | εξάμμωση | τις | εξαμμώσεις |
κλητική | εξάμμωση | εξαμμώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξάμμωση θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξάμμωση
|