εξάντληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάντληση | οι | εξαντλήσεις |
γενική | της | εξάντλησης* | των | εξαντλήσεων |
αιτιατική | την | εξάντληση | τις | εξαντλήσεις |
κλητική | εξάντληση | εξαντλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαντλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξάντληση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξάντλησις (καταιονισμός) < αρχαία ελληνική ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ < ἀντλέω < ἄντλος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épuisement) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈksand.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξάντ‐λη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐άντ‐λη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξάντληση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαντλώ
- το τελείωμα κάποιων πραγμάτων, επειδή καταναλώθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν
- η υπέρμετρη μείωση μέχρις εξαφανίσεως
- η εξασθένιση, η μείωση της αντοχής
- η αναλυτική πραγμάτευση ή έρευνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξάντληση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εξάντληση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)