εξάντληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάντληση οι εξαντλήσεις
      γενική της εξάντλησης* των εξαντλήσεων
    αιτιατική την εξάντληση τις εξαντλήσεις
     κλητική εξάντληση εξαντλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαντλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξάντληση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξάντλησις (καταιονισμός) < αρχαία ελληνική ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ < ἀντλέω < ἄντλος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épuisement) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈksand.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξάντ‐λη‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐άντ‐λη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξάντληση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]