εξάπλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάπλωση | οι | εξαπλώσεις |
γενική | της | εξάπλωσης* | των | εξαπλώσεων |
αιτιατική | την | εξάπλωση | τις | εξαπλώσεις |
κλητική | εξάπλωση | εξαπλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαπλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξάπλωση θηλυκό