εξάπτω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξάπτω < αρχαία ελληνική < ἐξ + ἅπτω
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]εξάπτω , στ.μέλλ.: θα εξάψω, αόρ.: εξήψα, παθ.φωνή: εξάπτομαι, μτχ.π.π.: εξημμένος
- (μεταβατικό) ερεθίζω, "ανάβω"
- ⮡ Αυτές οι διηγήσεις εξάπτουν τη φαντασία.