εξάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάρα οι εξάρες
      γενική της εξάρας
    αιτιατική την εξάρα τις εξάρες
     κλητική εξάρα εξάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξάρα < έξι + -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξάρα θηλυκό

  1. (προφορικό) σύνολο έξι ημερών (ως ποινή ή κάτι άλλο)
  2. (προφορικό) σύνολο έξι γκολ
  3. (συνήθως στον πληθυντικό: εξάρες) εμφάνιση του αριθμού έξι και στα δύο ζάρια (στο τάβλι ή άλλο παρόμοιο παιχνίδι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]