Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξάρτυση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εξάρτηση, εξάρτιση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάρτυση οι εξαρτύσεις
      γενική της εξάρτυσης* των εξαρτύσεων
    αιτιατική την εξάρτυση τις εξαρτύσεις
     κλητική εξάρτυση εξαρτύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρτύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξάρτυση < ελληνιστική κοινή ἐξάρτυσις < αρχαία ελληνική ἐξαρτύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξάρτυση θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) το σύνολο των ατομικών ειδών που φέρει ένας στρατιώτης, αστυνομικός κ.λπ., εκτός από τον οπλισμό του, για τη διαβίωση και τη μετακίνησή του
      Οι αστυνομικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί με πλήρη εξάρτυση, προκειμένου να παρέμβουν. (www.tovima.gr, 02.05.2024)
  2. (στρατιωτικός όρος, ειδικότερα) ειδική ζώνη με τιράντες και θήκες, σχεδιασμένη για τη μεταφορά πυρομαχικών και άλλων χρήσιμων εξαρτημάτων (φυσιγγιοθήκες, ξιφολόγχη, υδροδοχείο κ.λπ.)
  3. (κατ’ επέκταση, γενικότερα) κάθε σύνολο εξαρτημάτων ή εξοπλισμού που απαιτείται για την εκτέλεση συγκεκριμένης δραστηριότητας ή εργασίας
      Βρίσκομαι σε μια τουριστική ευρωπαϊκή χώρα του Νότου. Στους επαρχιακούς δρόμους, ορισμένοι υπό ανακατασκευή, άλλοι με πολύ φθαρμένο οδόστρωμα, όσοι χρησιμοποιούν μηχανές έχουν πλήρη εξάρτυση μοτοσικλετιστή. Το ίδιο ισχύει και για τους ποδηλάτες. (www.kathimerini.gr29.09.2024)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]