εξάχορδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάχορδο τα εξάχορδα
      γενική του εξάχορδου των εξάχορδων
    αιτιατική το εξάχορδο τα εξάχορδα
     κλητική εξάχορδο εξάχορδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξάχορδο < έξη + χορδή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξάχορδο ουδέτερο

  • μουσικό σύστημα με μια σειρά 6 φθόγγων με σταθερά διαστήματα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]