εξάψαλμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξάψαλμος < μεταγενέστερο επίθετο ἑξάψαλμος < ἕξ + ψαλμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈksa.psal.mos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξάψαλμος αρσενικό

  1. σύνολο από έξι ψαλμούς που ψάλλονται κατά την ακολουθία του Όρθρου
  2. (μεταφορικά) επίπληξη
    άκουσε τον εξάψαλμο μετά την αποτυχία του στο διαγωνισμό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]