εξέλεγξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εξέλιξη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξέλεγξη οι εξελέγξεις
      γενική της εξέλεγξης* των εξελέγξεων
    αιτιατική την εξέλεγξη τις εξελέγξεις
     κλητική εξέλεγξη εξελέγξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξελέγξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξέλεγξη < εξελέγχω < εξ-ελεγχ- + -σις > -ξις > -ξη < αρχαία ελληνική ἐξελέγχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξέλεγξη θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]