εξέταση
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | εξέταση | εξετάσεις |
γενική | εξέτασης & εξετάσεως |
εξετάσεων |
αιτιατική | εξέταση | εξετάσεις |
κλητική | εξέταση | εξετάσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξέταση < αρχαία ελληνική ἐξέτασις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈksɛ.ta.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξέταση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος εξετάζω
- η προσεκτική παρατήρηση και έρευνα ενός αντικειμένου που αποσκοπεί στην καλύτερη γνώση του
- η εξέταση των αιτίων ενός ιστορικού γεγονότος
- (ιατρική) η προσεκτική παρατήρηση ενός ασθενούς, συχνά με τη βοήθεια ιατρικών οργάνων, προκειμένου να διαγνωστεί η ασθένειά του
- (ιατρική) η εργαστηριακή έρευνα σωματικού υλικού (πχ αίματος, ούρων, ιστών κλπ)
- (στην εκπαίδευση) η διαδικασία με την οποία ο διδάσκων κάνει ερωτήσεις προφορικά ή γραπτά σε έναν μαθητή προκειμένου να τον βαθμολογήσει
- (στον πληθυντικό) η διαδικασία και η περίοδος των γραπτών διαγωνισμάτων
- (στο δικαστήριο) η υποβολή ερωτήσεων σε έναν μάρτυρα