εξέχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξέχω < αρχαία ελληνική ἐξέχω

Ρήμα[επεξεργασία]

εξέχω, παρατ.: εξείχα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  • προβάλλω προς τα έξω ξεπερνώντας το γενικό περίγραμμα του σώματος στο οποίο ανήκω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. εξέχω εξείχα θα εξέχω να εξέχω εξέχοντας
β' ενικ. εξέχεις εξείχες θα εξέχεις να εξέχεις
γ' ενικ. εξέχει εξείχε θα εξέχει να εξέχει
α' πληθ. εξέχουμε εξείχαμε θα εξέχουμε να εξέχουμε
β' πληθ. εξέχετε εξείχατε θα εξέχετε να εξέχετε εξέχετε
γ' πληθ. εξέχουν(ε) εξείχαν
εξείχαν(ε)
θα εξέχουν(ε) να εξέχουν(ε)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]