εξίσταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξίσταμαι < αρχαία ελληνική ἐξίσταμαι, μέση φωνή του ἐξίστημι < ἐξ +ἵστημι
Ρήμα[επεξεργασία]
εξίσταμαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξίσταμαι
|