εξαήμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξαήμερος < εξα- + ημέρ(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]εξαήμερος, -η, -ο
- που διαρκεί έξι ημέρες
- εξαήμερη εβδομάδα εργασίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξαήμερος