εξαίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαίρω < αρχαία ελληνική ἐξαίρω < ἐξ + αἴρω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαίρω
- προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό
- προβάλλω, τονίζω τα θετικά χαρακτηριστικά, επαινώ με θέρμη, εγκωμιάζω
- ο ρήτορας στην ομιλία του εξήρε την προσφορά του εκλιπόντος