εξαγιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαγιάζω < εξ- + άγιος + -άζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sanctifier)

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαγιάζω (παθητική φωνή: εξαγιάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]