εξαγοράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαγοράζω < αρχαία ελληνική ἐξαγοράζω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαγοράζω , πρτ.: εξαγόραζα, στ.μέλλ.: θα εξαγοράσω, αόρ.: εξαγόρασα, παθ.φωνή: εξαγοράζομαι, μτχ.π.π.: εξαγορασμένος
- πληρώνω τα ανάλογα χρήματα για να μην εκτίσω μια ποινή ή τη στρατιωτική θητεία ή για να αγοράσω συντάξιμα ένσημα
- (μεταφορικά) πετυχαίνω κάτι με κάποιο αντάλλαγμα ή θυσία
- (μεταφορικά) (κακόσημο) εξασφαλίζω κάτι με δωροδοκία
- αυτή τη φορά δεν θα εξαγοράσουν την ψήφο του λαού με ψεύτικες παροχές