εξαγριώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαγριώνω < αρχαία ελληνική ἐξαγριόω / ἐξαγριῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαγριώνω (παθητική φωνή: εξαγριώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]