εξαγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | εξαγωγός | το | εξαγωγό | ||
γενική | του/της | εξαγωγού | του | εξαγωγού | ||
αιτιατική | τον/την | εξαγωγό | το | εξαγωγό | ||
κλητική | εξαγωγέ | εξαγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | εξαγωγοί | τα | εξαγωγά | ||
γενική | των | εξαγωγών | των | εξαγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | εξαγωγούς | τα | εξαγωγά | ||
κλητική | εξαγωγοί | εξαγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εξαγωγός, -ός, ό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για να πρσδιορίσει μια χώρα. Για τα πρόσωπα που έχουν εξαγωγική δραστηριότητα υπάρχει το ουσιαστικό εξαγωγέας.
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις εξάγω και άγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξαγωγός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.