εξαγόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξαγόμενο | τα | εξαγόμενα |
γενική | του | εξαγόμενου & εξαγομένου |
των | εξαγόμενων & εξαγομένων |
αιτιατική | το | εξαγόμενο | τα | εξαγόμενα |
κλητική | εξαγόμενο | εξαγόμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαγόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξαγόμενος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déduction)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξαγόμενο ουδέτερο
- ό,τι εξάγεται ως αποτέλεσμα ή συμπέρασμα