εξαθλίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαθλίωση οι εξαθλιώσεις
      γενική της εξαθλίωσης* των εξαθλιώσεων
    αιτιατική την εξαθλίωση τις εξαθλιώσεις
     κλητική εξαθλίωση εξαθλιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαθλιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαθλίωση < εξαθλιώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξαθλίωση θηλυκό

  • η άσχημη, άθλια κατάσταση, κυρίως από υλική άποψη
    Η έλλειψη τροφής και χρημάτων οδηγεί τους άστεγους στην εξαθλίωση.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]