εξαιρέσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξαιρέσιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαιρέσιμος η εξαιρέσιμη το εξαιρέσιμο
      γενική του εξαιρέσιμου της εξαιρέσιμης του εξαιρέσιμου
    αιτιατική τον εξαιρέσιμο την εξαιρέσιμη το εξαιρέσιμο
     κλητική εξαιρέσιμε εξαιρέσιμη εξαιρέσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαιρέσιμοι οι εξαιρέσιμες τα εξαιρέσιμα
      γενική των εξαιρέσιμων των εξαιρέσιμων των εξαιρέσιμων
    αιτιατική τους εξαιρέσιμους τις εξαιρέσιμες τα εξαιρέσιμα
     κλητική εξαιρέσιμοι εξαιρέσιμες εξαιρέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαιρέσιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαιρέσιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

εξαιρέσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]