εξακοντίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξακοντίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξακοντίζω
- θα εξακοντίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξακοντίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξακοντίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξακόντιση