εξακριβωμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξακριβωμένα < εξακριβωμένος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξακριβωμένα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξακριβωμένα
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
εξακριβωμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξακριβωμένος